- παλάμαι
- παλάμηpalm of the handfem nom/voc plπαλάμᾱͅ , παλάμηpalm of the handfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλάμᾳ — παλάμαι , παλάμη palm of the hand fem nom/voc pl παλάμᾱͅ , παλάμη palm of the hand fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φονοσταγής — ές, Μ αυτός που στάζει αίμα προερχόμενο από φόνο («φονοσταγεῑς παλάμαι», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + σταγής (< στάζω), πρβλ. αἱμο σταγής] … Dictionary of Greek